πλανητοειδής

πλανητοειδής
-ές, Ν
1. ο όμοιος με πλανήτη
2. το αρσ. ως ουσ. ο πλανητοειδής
αστρον. συνοπτική ονομασία υποθετικών σωματιδίων ή μικρών ουράνιων σωμάτων, που προήλθαν από τη συμπύκνωση αέριας ύλης κατά τις πρώτες φάσεις τής δημιουργίας τού ηλιακού μας συστήματος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλανητοειδείς
αστρον. πλήθος πλανητών που αποτελούν ξεχωριστή τάξη πάμπολλων πολύ μικρών σωμάτων τού ηλιακού μας συστήματος και περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο σε τροχιές που σχεδόν όλες βρίσκονται ανάμεσα στις τροχιές τού Άρη και τού Δία, αλλ. αστεροειδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανήτης + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”